- εὐέμβατος
- εὐέμ-βᾰτος, ον,A easy to get into,
πύαλος Hp.Acut.65
; ψυχὴ οὐδενὶ τῶν τοιούτων βουλευμάτων εὐ. Chio Ep.16.2; τινι εὐ. ἀπολιπεῖν τὴν ἀκρόπολιν ib.15.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πύαλος Hp.Acut.65
; ψυχὴ οὐδενὶ τῶν τοιούτων βουλευμάτων εὐ. Chio Ep.16.2; τινι εὐ. ἀπολιπεῖν τὴν ἀκρόπολιν ib.15.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέμβατος — εὐέμβατος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να εισχωρήσει με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εμ βατός (< εμ βαίνω)] … Dictionary of Greek
εὐέμβατος — easy to get into masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέμβατον — εὐέμβατος easy to get into masc/fem acc sg εὐέμβατος easy to get into neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)